- Αἰγύπτιοι
- Αἰγύπτιοςin Egyptian stylemasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παστοφόροι — Αιγύπτιοι ιερείς οι οποίοι, στις πομπές, κρατούσαν τους παστούς, τα αγάλματα, δηλαδή, ή τα ξόανα των διαφόρων θεοτήτων. Ανήκαν σε μια τάξη της θρησκευτικής ιεραρχίας και κατοικούσαν στο παστοφόριο, ένα ανεξάρτητο οίκημα δίπλα στον ναό, που το… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
AEGYPTUS — I. AEGYPTUS Ciceronis libertus, l. 16. ep. 15. Ad Tyronem. II. AEGYPTUS Rex Aethiopum, a S. Matthaeo, ut horum traditio haber, ad Christi fidem conversus. Marmol. l. 10. c. 13. III. AEGYPTUS a quo Aegypto regioni nomen secundum quosdam, Beli fil … Hofmann J. Lexicon universale
AVASES — Αὐάσεις Graecis; Ita Aegyptii vocant habitationes, quae sunt in medio deserto, voce compositâ ex si, i e. desertum, et havva, quod est habitatio. Unde plural. Gap desc: Hebrew Numer. c. 32. v. 41. Arabice Gap desc: Hebrew est ambire, et Gap desc … Hofmann J. Lexicon universale
MOSES — I. MOSES Episcopus Ismaelitarum, illorum conversioni intentus, saecul. 4. Vide Mauvia. Item Rabbinus, qui Talmud docere Cordubae incepit, An. 999. II. MOSES impostor, A. 432. Iudaeos Cretenses, ut in mare se sequentes praecipitarent, effecit.… … Hofmann J. Lexicon universale
ημερολόγιο — Σύστημα μέτρησης του χρόνου σε ορισμένες περιόδους (έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες). Η αρχή των αρχαιότερων συστημάτων για τον υπολογισμό του χρόνου συνδέεται, σύμφωνα με τις πιο έγκυρες γνώμες, με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας … Dictionary of Greek
κυρός — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… … Dictionary of Greek
κύρος — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… … Dictionary of Greek
μπαμπουίνος — (papio cynocefalus). Πίθηκος της ομάδας των κυνοκέφαλων που ζει στην Αίγυπτο και σε μεγάλο τμήμα της κεντρικής και ανατολικής Αφρικής. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι τον θεωρούσαν ιερό ζώο. Το ρύγχος του μ., όπως και όλων των κυνοκέφαλων πιθήκων, μοιάζει… … Dictionary of Greek
πάπυρος — (κύπειρος ο πάπυρος). Φυτό της οικογένειας των κυπειροειδών (μονοκοτυλήδονα) με στερεά στελέχη, όρθια και τριγωνικά, τα οποία φτάνουν σε ύψος τα 3 μ. Στην κορυφή κάθε στελέχους υπάρχουν τα φύλλα, τριχοειδή και γυρτά, που σχηματίζουν κομψές και… … Dictionary of Greek